μεταχρωματισμός

μεταχρωματισμός
ο
1. το να παίρνει ή να δίνεται σε κάποιον ή σε κάτι διαφορετικό χρώμα από εκείνο που αρχικά είχε, μεταχρωμάτιση
2. βιολ. το σύνολο τών αλλαγών τού χρώματος στο καλυπτήριο σύστημα ενός ζώου υπό την επίδραση τής ηλικίας ή ορισμένων ασθενειών, ως συνέπεια χημικών μεταβολών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταχρωματίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Ι. Χ. Δραγάτση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεταχρωμάτιση — η [μεταχρωματίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεταχρωματίζω, μεταχρωματισμός, αλλαγή χρώματος …   Dictionary of Greek

  • ξάνθωση — η (Α ξάνθωσις) [ξανθώ (II)] η μεταβολή τού χρώματος σε ξανθό νεοελλ. 1. βοτ. έντονα κίτρινος μεταχρωματισμός που αποκτούν τα φύλλα όταν μειωθεί η χλωροφύλλη, φαινόμενο που αποτελεί στάδιο προχωρημένης χλώρωσης 2. τεχνική για την παρασκευή ρεγιόν… …   Dictionary of Greek

  • περινεύριος — α, ο, Ν 1. το ουδ. ως ουσ. βλ. περινεύριο 2. φρ. «περινεύριος μεταχρωματισμός» βοτ. η μεταβολή τού χρώματος ιστών τού φύλλου κατά μήκος τών κύριων νευρώσεών του. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + νεύρο + επίθημα ιος] …   Dictionary of Greek

  • ποικιλόχρωση — η, Ν 1. ποικιλία χρωμάτων, ποικιλοχρωμία 2. (φυτοπαθ.) μεταχρωματισμός φύλλων, ανθέων ή καρπών που συνίσταται σε αποχρώσεις πράσινου, κίτρινου και λευκού χρώματος στα φύλλα και ζωηρότερων χρωματισμών στα άνθη …   Dictionary of Greek

  • ράβδωση — η / ῥάβδωσις, ώσεως, η, ΝΜΑ [ῥαβδοῡμαι / ραβδώνω] μακρά και στενή εγγλυφή ή ανάγλυφη προεξοχή σε στερεά ύλη, και, ιδίως, κατακόρυφη αυλάκωση στον κορμό κίονα ή παραστάδας («ἡ γὰρ τῶν λίθων σύνθεσις ἑτέρα τῆς τοῡ κίονος ῥαβδώσεως», Αριστοτ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”