μεταχρωμάτιση — η [μεταχρωματίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεταχρωματίζω, μεταχρωματισμός, αλλαγή χρώματος … Dictionary of Greek
ξάνθωση — η (Α ξάνθωσις) [ξανθώ (II)] η μεταβολή τού χρώματος σε ξανθό νεοελλ. 1. βοτ. έντονα κίτρινος μεταχρωματισμός που αποκτούν τα φύλλα όταν μειωθεί η χλωροφύλλη, φαινόμενο που αποτελεί στάδιο προχωρημένης χλώρωσης 2. τεχνική για την παρασκευή ρεγιόν… … Dictionary of Greek
περινεύριος — α, ο, Ν 1. το ουδ. ως ουσ. βλ. περινεύριο 2. φρ. «περινεύριος μεταχρωματισμός» βοτ. η μεταβολή τού χρώματος ιστών τού φύλλου κατά μήκος τών κύριων νευρώσεών του. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + νεύρο + επίθημα ιος] … Dictionary of Greek
ποικιλόχρωση — η, Ν 1. ποικιλία χρωμάτων, ποικιλοχρωμία 2. (φυτοπαθ.) μεταχρωματισμός φύλλων, ανθέων ή καρπών που συνίσταται σε αποχρώσεις πράσινου, κίτρινου και λευκού χρώματος στα φύλλα και ζωηρότερων χρωματισμών στα άνθη … Dictionary of Greek
ράβδωση — η / ῥάβδωσις, ώσεως, η, ΝΜΑ [ῥαβδοῡμαι / ραβδώνω] μακρά και στενή εγγλυφή ή ανάγλυφη προεξοχή σε στερεά ύλη, και, ιδίως, κατακόρυφη αυλάκωση στον κορμό κίονα ή παραστάδας («ἡ γὰρ τῶν λίθων σύνθεσις ἑτέρα τῆς τοῡ κίονος ῥαβδώσεως», Αριστοτ.)… … Dictionary of Greek